ἐξευρίσκων

ἐξευρίσκων
ἐξευρίσκω
find out
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξευρίσκω — (AM ἐξευρίσκω) [ευρίσκω] επινοώ, εφευρίσκω («ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων ἐξευρίσκων», Αισχύλ.) νεοελλ. εξοικονομώ μετά από αναζήτηση αρχ. 1. ανακαλύπτω («εἴ ποθεν ἐξεύροι», Ομ. Ιλ.) 2. αναζητώ και βρίσκω 3. αποκτώ 4. παρέχω 5. ερευνώ …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”